1 λεπις
(ᾠοῦ Arph.)
(ἐν ἰχθύϊ Arst.; перен. ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν λεκίδες NT.)
(λ. σιδηρέη Her.)
(οἰκία χαλκαῖς λεπίσι κεκοσμημένη Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > λεπις